ἀκροατήριο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροατήριο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκροατήριο τό, λογ σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀκροατήριον.
Σημασιολογία
Τὸ σύνολον τῶν ἀκροατῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκούουν τινὰ ὁμιλοῦντα: Μίλησε σὲ καλὸ - σὲ πολὺ ἀκροατήριο. Ὁ δεῖνα, ὅταν μιλάῃ ἔχει πάντοτε ἀκροατήριο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA