ἀστραπὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραπὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστραπὴ ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. ἀστραπὰ Τσακων. ᾿στραπὴ Ἤπ. Κύπρ. κ.ἀ. ᾿στραμπὴ Βιθυν. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Τρίπ.) ἀστροπὴ Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Γλανιτζ. Γορτυν. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κέρτ. Λάστ. Μάν. Μεσσ. ᾽Ολυμπ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀστραπή. Τὸ ’στραπὴ καὶ παρὰ Δουκ. Τὸ ἀστροπὴ ἐγεννήθη ἐκ παρετυμ. πρὸς τὰ ἐκ τοῦ ἀστρο- σύνθετα.

Σημασιολογία

1) Τὸ μετεωρολογικὸν φαινόμενον ἀστραπὴ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Τρίπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ὅλη τὴ νύχτα εἴχαμε ἀστραπὲς καὶ βροντὲς κοιν. || Φρ. Τρέχω-φεύγω σὰν ἀστραπὴ (τάχιστα). Γίνομαι ἀστραπὴ (ἐξαφανίζομαι φεύγων δρομαίως). Πάω κ᾽ ἔρχομαι ἀστραπὴ (τάχιστα). Περνῶ ἀστραπὴ (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Ἀστραπὴ νὰ γίνῃς! (φύγε τάχιστα) κοιν. Τρέχω ἀστραπὴ (ὡς ἀστραπὴ) πολλαχ. Σὰν ᾽στραμπὴ ἐδῆβεν κ᾽ ἦρτεν Οἰν. Φεύγει ὅπως ὁ διˬάβολος τὴν ἀστραπὴ (ἐπὶ τοῦ ἀποφεύγοντος τὴν συνάντησιν ἄλλων) ᾽Ολυμπ. Τό δουκι τσ᾽ ἀστραπῆς κὶ τοὺ πῆρι (ἐπὶ τοῦ ἀστόχως διαχειρισθέντος ὐπόθεσίν τινα) Αἰτωλ. || Παροιμ. Ὁ καθάρε͜ιος οὐρανὸς ἀστραπὲς δὲ φοβᾶται (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος τὴν συνείδησιν ἥσυχον) κοιν. Μετὰ τὴν ἀστραπὴ ἔρχεται ἡ βροντὴ (ἐπὶ φυσικοῦ ἐπακολούθου) ΝΠολίτ. Παροιμ. 3,307 Ἀστραπὲς βροdὲς ν’ ἀκούῃς | καὶ τ᾿ ἀβγά σου νὰ πλακώνῃς (ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνῃ γῦρο σου, ὀφείλεις νὰ μεριμνᾷς περὶ τῶν ἰδίων σου ὑποθέσεων) Σωζόπ. || ᾌσμ. ᾿Εγώ ’μαι τσ᾽ ἀστραπῆς παιδὶ καὶ τσῆ βροdῆς ἐgόνι κιˬ ἂ θέλω, ἀστράφτει καὶ βροdᾷ, κιˬ ἂ θέλω, ρίχτει χιˬόνι Κρήτ. Κἄπου ᾿στραπή, κἄπου βροντὴ κἄπου χαλάζιν ρίβκει Κύπρ. Συνών. ἄστραμμα, ἀστραμμάδα, ἀστραποβολή, ἀστραψιˬά, ἀστράψιμο. Πβ. ἀστραπίδι. β) Λάμψις, φωτοβόλημα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Τὸ μάτι του βγάζει ἀστραπὴ || ᾎσμ. Τὰ μάτ μου ’στραμπὴν ἔχουν καὶ τὸ σπαθί μου κόφτει Τραπ. - Ποίημ. Τὸ μάτι του χύνει ἀστραπές, ἂς εἶναι γερασμένο ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,142. γ) Θάμβος Βιθυν. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): ᾎσμ. Τὰ μάτιˬα μου ᾿στραμπὴν ἔχουν, τὰ χείλη μου φαρμάκι Βιθυν. 2) Κεραυνὸς Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Σχωρ. Τσαμαντ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Διδυμότ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (’Αρκαδ. Βασαρ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Μάν. Μεσσ. Οἰν. ᾿Ολυμπ.) Πόντ. (Οἰν. Τρίπ.) - (Φιλίστ. 1,242): Ὁ Θεὸς ρίχνει ἀστραπὲς σαν κονταρεˬὲς (Φιλίστ. ἔνθ’ ἀν.) Ἀστραπὴ νὰ σὲ κάψῃ! ᾿Αρκαδ. Νὰ σὲ βαρέσῃ ἀστραπή! Τσαμαντ. Κακὴ ἀστροπὴ νὰ σὲ πιˬάσῃ! Δημητσάν. ᾿Αστροπὴ νὰ σὲ βαρέσῃ! ᾽Ολυμπ. Ἡ ᾽στραμπὴ νὰ ’παίρῃ σε! Τρίπ. Ἡ ᾽στραμπὴ νὰ κρούῃ καὶ νὰ παίρῃ σε! Οἰν. Ἀστραπὰ νά νι δάῃ (κεραυνὸς νὰ τὸν κάψῃ) Τσακων. || Γνωμ. ᾽Απὸ βροdὴ κιˬ ἀπ᾽ ἀστραπὴ κιˬ ἀπὸ νερὸ καὶ χιˬόνι κι ἀπὸ κασσίδη καὶ σπανὸν ὁ Θεὸς νὰ σὲ λυτρώνῃ! Κρήτ. Συνών. ἀστραπικό, ἀστραπόβολο 2, ἀστραπόβροντο 2, ἀστραποπέλεκας, ἀστραπόπετρα 1, ἀστρικό, ἀστροπελέκι. 3) Εἶδος ὑφάνσεως Λέσβ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ᾿Αττικ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/