ἀκροβοηθῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροβοηθῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκροβοηθῶ Κρήτ. ἀκροβουηˬθῶ Κρήτ. ἀκριβοθηˬῶ Πελοπν.(Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. βοηθῶ.

Σημασιολογία

Βοηθῶ ὀλίγον, παρέχω μικρὰν βοήθειαν: Ἆσμ. Ὅλοι ν᾿ ἀκριβοθήσουμε ᾽ς τῆς ὀρφανῆς τὸ γάμο. Λακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/