ἀκρογιˬάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρογιˬάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκρογιˬάλι τό, κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. γιαλός. Διὰ τὸ προϊὸν τῆς συνθέσεως ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,190.

Σημασιολογία

᾽Ακρογιˬαλιˬά, ὃ ἰδ.: Φρ. Πάμε ἀκρογιˬάλι ἀκρογιˬάλι (συνών. φρ. πάμε γιˬαλὸ γιˬαλό).|| Γνωμ. Ὅπο͜ιος θέλει νὰ μισσέψῃ ’ς τ’ ἀκρογιˬάλι κάθεται (διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τις εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις του πρέπει νὰ εἶναι ἄγρυπνος) Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/