ἀκρογιˬαλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρογιˬαλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκρογιˬαλιˬὰ ἡ, κοιν. ἀκρουγιˬαλιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀκροαλιˬὰ Κάρπ. Κίμωλ. Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκρογιˬάλι.
Σημασιολογία
Αἰγιαλός, παραλία ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ψαρᾶς ἔδεσε τὴ βάρκα του ’ς τὴν ἀκρογιˬαλιˬά Ψαρεύουμε ᾿ς τοὶς ἀκρογιˬαλιˬὲς κοιν. || Παροιμ. φρ. Χτυπᾷ με τσ᾿ ἑ ἀκρογιˬαλιˬά, χτυπᾷ με τσαὶ τὸ τσῦμα (ἑ₌ἡ. Ἐπὶ τοῦ δεινοπαθοῦντος. Διὰ τὴν μεταφορ. χρῆσιν τῆς λ. κῦμα πρὸς δήλωσιν τῶν συμφορῶν πβ. Αἰσχύλ. Προμ 886 «στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης», Σοφοκλ. Αἴ. 351 «ἴδεσθέ με οἷον ἄρτι κῦμα.... κυκλεῖται» καὶ Πλάτ. Νόμ. 5,740 «ἐὰν ἐπέλθῃ ποτὲ κῦμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων») Μεγίστ. - Γνωμ. Ὅπο͜ιος θέλει νὰ μισσέψῃ ’ς τὴν ἀκρογιˬαλιˬὰ ἄς στέκῃ (ὅτι ὁ ἐπιχειρῶν τι πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ ἄγρυπνος, καθὼς πολλάκις ὁ μέλλων νὰ ταξιδεύσῃ περιμένει ἐπὶ πολὺ εἰς τὴν παραλίαν τὸ πλοῖον ἐκ φόβου μήπως δὲν τὸ προλάβῃ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 212,515. || Ἆσμ. Γιˬαλὸ γιˬαλὸ ἐιˬάαινα, γιˬαλὸν ὥς περιάλι, τὴν ἄκρα τὴν ἀκροαλιˬὰ τὸν ἀκροκαλαμεˬῶνα (ἐιˬάαινα₌ἐδιάβαινα. Διὰ τὸ ἀκροκαλαμεˬῶνας ἰδ. ἀγριοκαλαμεˬῶνας) Κάρπ. Συνών. ἀκρογιˬάλι, ἀκροθαλασσιˬά, ἀκροπελαγιˬά, ἀκροπέλαγος, παραγιˬάλι, παράγιˬαλος, περιγιˬάλι, σύγιˬαλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA