ἀστραποβρόντημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποβρόντημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστραποβρόντημα τό, Πελοπν. (Μάν.) ἀστραπουβρόντ’σμα Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀστραποβροντῶ.
Σημασιολογία
᾽Αστραπόβροντο 1, ὃ ἰδ.: Χαλάει οὑ κόσμους ἀπ' τ’ ἀστραπουβρόντ'σμα ᾽Αράχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA