ἀκρογιˬαλὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρογιˬαλὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκρογιˬαλὸ τό, ἀμάρτ. ΑΜωραϊτίδ Διηγ. 110 καὶ 114.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκρογιˬαλιˬά.

Σημασιολογία

Πᾶν ἐδώδιμον ὀστρακόδερμον ἢ μαλακόστρακον: Ἔ, ἀκρογιˬαλά, ἀκρογιˬαλὰ καὶ κακό! ἔνθ’ ἀν. 110. Συνών. γιˬαλικό, θαλασσινό, μεζέδι, χάβαρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/