ἀκρογονατίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρογονατίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρογονατίζω Κύπρ ᾿κρογονατίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ γονατίζω.

Σημασιολογία

Ὀλίγον τι, ἐλαφρῶς κάμπτω τὰ γόνατα: ᾌσμ. Νὰ σοῦ χτυποῦν τὴν κουρτουνεˬὰν ταὶ ν᾿ ἀκρογονατίζω,νὰ σοῦ χτυποῦν τὴν σαϊττεˬὰν ταὶ νὰ σοῦ τ᾽ ἀτ-τυμίζω (νὰ ρίπτουν ἐναντίον σου τὴν σφαῖραν καὶ ἐγὼ νὰ χαμηλώνω τὰ γόνατα, ὥστε νὰ διέρχεται ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς σου χωρὶς νὰ σὲ προσβάλλῃ, νὰ ρίπτουν ἐναντίον σου τὸ βέλος καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ ἐνθυμίζω). Κρογονατίζ’ ὁ μαῦρος του, ’πίσω του τὴν καθίσκει. Συνών. προγονατίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/