ἀκροδεσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροδεσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκροδεσιˬὰ ἡ, ἀμάρτ ἀκροδοσιˬὰ Ἰκαρ. ἀκροδοσὰ Ἰκαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀκρόδετος=δεμένος εἰς τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν. Περὶ τῆς παραγωγῆς οὐσ εἰς –σιˬὰ ἐξ ἐπιθ. εἰς -τος ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾽Αφιερ. ΓΧατζιδ. 121 κἑξ.
Σημασιολογία
Τὸ ἐξέχον ἀνώτατον μέρος τῶν τοίχων οἰκίας διὰ πλακῶν καλυπτόμενον καὶ τρόπον τινὰ ὡς δεσμὸς συγκρατοῦν τὴν διὰ πηλοῦ ἐπίστρωσιν τῆς στέγης. Συνών. ἀκρόδοχας, ἀκρόδωμα, ἀκροδωματιˬά, ἀκρόδωμος, καντούνι, πρεβάζι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA