ἀκρόδοχας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρόδοχας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀκρόδοχας ὁ, ἀμάρτ. ἀκρόδουχας Κρήτ. (Βιάνν.) ἀκρόδεχας Κρήτ. ᾽κροδοῦχος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ ρ. δέχομαι ἀντὶ ἀκροδόχος. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου πβ. τὰ ὅμοια πυρόβολος, πυρόμαχος κττ. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,91 καὶ 163.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀνώτατον μέρος τῶν τοίχων οἰκίας, ὅπερ ἀποτελούμενον ἐκ σειρᾶς πλακῶν καὶ ἐξέχον ὀλίγον τοῦ τοίχου χρησιμεύει εἰς τὸ νὰ συγκρατῇ τὴν διὰ χώματος ἐπίστρωσιν τῆς στέγης, ἡ ὁποία είναι οὐχὶ κεραμοσκεπής, ἀλλ᾿ ὁριζοντία ἔνθ’ ἀν. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀκροδεσιˬά. Πβ. ἀκροκεράματα. 2) Ἡ προέχουσα πλὰξ τῆς στέγης Κρήτ. Συνών. ἀκροδοκαρεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/