ἀκρόκλαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρόκλαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκρόκλαδο τό, ΚΧατζόπ. Ἀγάπ. 6.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀκρόκλαδος.
Σημασιολογία
Τὸ ἄκρον τοῦ κλάδου: Τὰ σπουργίτιˬα τσιτσίριζαν μονάχα καὶ σε͜ιοῦσαν ἀνάλαφρα ἀποπάνω της κἄπο͜ια ἀκρόκλαδα τῆς μουρεˬᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA