ἀκροκωλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροκωλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκροκωλιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ’κροκωλιˬὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀκροκωλία. Πβ. Πολυδ. 2,137 «τὸ μὲν ὑπερέχον τοῦ βραχίονος ... ἀκροκωλία», ἤτοι ἡ κεφαλὴ τοῦ ὤμου.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ. οἱ ’κροκωλιˬές, παιδιά, καθ’ ἣν δύο παῖκται κρατοῦντες ἑκάτερος παῖδα ὁ μὲν ἀπὸ τῆς δεξιᾶς χειρὸς καὶ τοῦ δεξιοῦ ποδός, ὁ δὲ ἀπὸ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς καὶ τοῦ ἀριστεροῦ ποδός, ἀνυψώνουν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μετέωρον καὶ συγκρούουν κατὰ τὴν ἕδραν πρὸς ἄλλον παῖδα κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπὸ ἑτέρων δύο παικτῶν ἀνυψωμένον μέχρις οὗ ὁ ἕτερος τῶν οὕτω συγκρουομένων αἰσθανθῇ πόνον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA