ἀκρολόγημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρολόγημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκρολόγημα τό, Πελοπν. (Φεν.) ἀρκολόημα Πελοπν. (Φεν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκρολογῶ.

Σημασιολογία

Ἀφαίρεσις κωλυμάτων, καθαρισμός: Ἀρκολόημα τοῦ νεροῦ (καθαρισμὸς τῆς αὔλακος διὰ νὰ ρέῃ τὸ ὕδωρ ἀκωλύτως).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/