ἀκρολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρολογῶ Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. ἀκρολογάω Πελοπν. (Φεν.) ’κρολογῶ Ρόδ. ’κριˬολογῶ Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀκρολογῶ.

Σημασιολογία

1)Συλλέγω τὰ ἄκρα, τὰς κορυφὰς τῶν βλαστῶν Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. 2)Κόπτω τοὺς θάμνους τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὸ ἄκρον ἀγροῦ Ρόδ. 3)Ἀφαιρῶ κωλύματα, καθαρίζω Πελοπν. (Φεν.): Ἀκρολογάω τὸ νερὸ (καθαρίζω τὴν αὔλακα ἀπὸ τὰ φρύγανα, χόρτα, λίθους κττ. διὰ νὰ ρέῃ τοῦτο ἀκωλύτως).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/