ἀκρολυποῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρολυποῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρολυποῦμαι Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. λυποῦμαι.

Σημασιολογία

Λυποῦμαι ὀλίγον: ᾎσμ.Ἤβγαλε τὸ σπαθάκι του, κόβγει τὴν κεφαλή της κιˬ ἀπῆτις τὴν ἐπόσφαξεν, ἐκρολυπήθηκέ την.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/