ἀκρόθαλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρόθαλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκρόθαλλο τό, Σίφν. ᾿κρόθαλλο Κύθν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. θαλλὶ ἢ θαλλός. ᾿Ιδ ΦΚουκουλ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 6 (1923) 316.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἄκρα τοῦ ὑφαινομένου παννίου, ἡ ὁποία διὰ τεχνικοὺς λόγους μένει ἀνύφαντος Κύθν. Συνών. ἁρπεδόνη. 2) Τὸ διαλελυμένον καὶ μορφὴν ρακώδη παρουσιάζον ἄκρον ὑφάσματος ἢ πλεκτοῦ ἀντικειμένου, οἷον τοῦ τριχάπτου κττ. Κύθν. Σίφν. κ. ἀ.: Ἔκαμα τὸ φόρεμά μου ’κρόθαλλα (τὸ κατεξέσχισα) Κύθν. Συνών. ξέφτι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/