ἄκρον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκρον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄκρον ἐπίρρ. ἄκρεν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄκρος.

Σημασιολογία

Ἐξ ὁλοκλήρου, καθ’ ὁλοκληρίαν: ᾎσμ. Τ’ ὁλόγυρα ὁλόχρυσον, ἡ πόρτ’ ἄκρεν λιθάριν (τὸ πέριξ εἶναι ὁλόχρυσον, ἡ θύρα εἶναι κατεσκευασμένη ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ πέτραν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/