ἀκροούρανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροούρανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκροούρανο τό, ΚΠαλαμ. Καημοὶ λιμνοθάλ. 40 ἀκρούρανο ΧΧριστοβασ. Οἱ δύο Κωνστ. 144.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. οὐρανός. Πβ. μεταγν. ἀκρουρανία.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. ’Σ τὰ πλάγιˬα τοῦ ἀκροούρανου καὶ ’ς τ’ οὐρανοῦ τοὺς κάμπους 2)Ἡ κορυφὴ τοῦ ὄρους, ἀκρώρεια ΧΧριστοβασ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Καὶ μιˬὰ τρισένδοξην αὐγὴ καὶ μιˬὰν ἡμέραν ἅγιˬα ποῦ χάραξεν ἡ ἄνοιξι ’ς τ’ ἀκρούρανα τοῦ Πίνδου ’ς τὸ νικητὴ περίτρομος προσφέρει τὸ σπαθί του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/