ἀκροπορεύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροπορεύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροπορεύομαι Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. πορεύομαι.
Σημασιολογία
Ζῶ ὁπωσδήποτε, διάγω βίον οἰκονομικὸν κατ’ ἀνάγκην, διότι δὲν ἔχω νὰ δαπανῶ πολλά. Συνών. κουτσοπερνῶ, κουτσοπορεύομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA