ἀκροπρεπίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροπρεπίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκροπρεπίδι τό, ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 80. Πληθ. ἀκροπρεπίδια Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀκρουπριπίδιˬα Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. πρεπίδι.

Σημασιολογία

Κοσμήματα προσαρτώμενα εἰς τὰς ἄκρας τῶν ἐνδυμάτων, ὡς θύσανοι, κροσσοὶ κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. . . . . καὶ ἡ χλωράδα γῦρο σου ὅλη δὲν ἔχει νόημα, δὲν ὑπάρχει, ἢ γιˬὰ νὰ στέκῃ καὶ νὰ εἶναι ἀκροπρεπίδι σου ’ς τὴ δούλεψί σου (λόγοι ἀνθέων πρὸς τὸν φοίνικα) ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/