ἀφῶσταν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφῶσταν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Σύνδεσμος

Τυπολογία

ἀφῶσταν σύνδ. ἀπῶσταν Κάρπ. Κρήτ. Μεγίστ. κ.ἀ. ἀπῶστα Κρήτ. ἀπωστὰν Κρήτ. Μεγίστ. κ.ἀ. ἀποῦσταν Κρήτ. ἀπούστανε Κρήτ. ἀποῦστα Κρήτ. Τῆλ. ἀπουστὰ Κρήτ. ’πῶσταν Κάρπ. Κάσ. ’πῶστα Κάρπ. Κάσ. ᾽πωστὰν Κρήτ. Κῶς ᾿πουστάν Κρήτ. ᾽πόζαν Κάλυμν.

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφύρ. τῶν συνδ. ἀφώς καὶ ἀφόταν. Διὰ τοὺς μετὰ τοῦ π τύπ. ἰδ. ἀφόταν.

Σημασιολογία

1) Ἐξ οὗ χρόνου, ἀφότου Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Κῶς Μεγίστ. Τῆλ.: ᾽Απωστὰν ἐμίσσεψες, δὲν εἶδα μιˬὰ gαλὴ μέρα Κρήτ. ’Πωστὰν ἐπῆρα τό γιˬατρικό, εἶδα ὠφέλεια Κῶς ’Πόζαν ἤφυε ἡ μάννα του, ’ὲν ἐσώπασε Κάλυμν. || ᾌσμ. ᾽Αποῦσταν ἐγεννήθηκα, μὲ τὰ θεριˬὰ μαλώνω καὶ μὲ τσοὶ δράκους πολεμῶ κ’ ἐσένα δὲ μερώνω Κρήτ. ’Πῶσταν ἐξεχωρίσαμε, θαρῶ καὶ φαίνεταί μου πεˬὸ μεγαλύτερο καμό δὲν εἶδα ᾿γὼ ποτέ μου Κάρπ. 2) Ὅταν Κάρπ. Κάσ. Κρήτ.: Παροιμ. ’Πῶστα περάσῃ Σάατο, πίττα μὴν ἀλημένῃς (κάθε πρᾶγμα ’ς τὴν ἐποχή του) Κάσ. || ᾎσμ. ᾽Απῶσταν ἤμου δυˬὸ χρονῶ, μοῦ ᾽λεγεν ἡ λαλά μου νὰ μπῶ μέσα ’ς τὰ σπίτιˬα σου κ’ εἰς τὰ νοικοκυρε͜ιά σου (λαλὰ=γιαγιὰ) Κάρπ. 3) Μετὰ ποῦ, κατόπιν ᾿ποῦ Κάλυμν. Καππ. Μεγίστ.: ᾿Απωστὰν ἐπαίξασι κ’ ὕστερα, λέει τὸ Κωστάκιν (ἐκ παραμυθ.) Μεγίστ. 4) ᾿Αφοῦ, ἐπειδὴ Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/