ἀκρόρρεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρόρρεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκρόρρεμα τό, ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 93.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. ρέμα.
Σημασιολογία
Ἄκρα ὄχθης ποταμοῦ: Ποίημ. Ὁ . . . Ἀλέξανδρος ’ς τὸ ἀκρόρρεμα καβάλλα κοιτοῦσε τὴν ἀπάτητη κιˬ ἄγνωστη γῆς ἀγνάντιˬα. Πβ. ἀκρορρεματιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA