ἀκρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκρὸς ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Μωρός, ἀνόητος: ’Κεῖ ποῦ τά ’πλυνε κατεβαίνει ἕνας ἀχτὸς καὶ κλέφτει ἕνα ἄdερο. Τότε ἡ ἀκρή, ἀdὶς νὰ πλύνῃ τ’ ἄλλα τ’ ἄdερα, πέφτει καταπόδι ’πε τὸν ἀχτὸ καὶ φώναζε· «ἀχτέ μου, τ’ ἀdερίτσι μου, θὰ μὲ δείρῃ ὁ γεροdίτσης μου!» (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/