ἀκροσηκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροσηκώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκροσηκώνω Κρήτ. ’κροσηκώνω Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. σηκώνω.

Σημασιολογία

Ἐλαφρῶς σηκώνω, ὀλίγον τι ἀνεγείρω ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Στάσου, ψαλτᾶδες, ’ς μιˬὰ μερεˬά, πίσω μοιρολογίστρες, νὰ δῶ κ’ ἐγὼ τὸν ἄρρωστό μ’ πῶς κεῖται, πῶς πεθαίνει. Τὸ σάβανο ’κροσήκωσε κ’ ἐκεῖνος χαμωγέλασε Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/