ἀκροστέκομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροστέκομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκροστέκομαι Κορσ. ἀκριˬοστέκομαι Κορσ. ἀρκουστέκουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀκροστένουμαι Κρήτ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀκροστέκομαι. Πβ. Θυσ. Ἀβραὰμ στ. 915 (ἔκδ. ELegrand) «καὶ μή με βιάζῃς καὶ ἄφησ’ με ν’ ἀκροσταθῶ λιγάκι». Τὸ ἀκροστένομαι κατ’ ἀναλογ. τοῦ ἁπλοῦ στένω.

Σημασιολογία

Ἀνακόπτω ἐπ’ ὀλίγον τὴν πορείαν μου, στέκομαι ἐπ’ ὀλίγον, ἐφίσταμαι ἔνθ’ ἀν.: Ἀκροσταθῆτε μιˬὰ στιγμὴ Κρήτ. Θ’ ἀκροσταθῶ λιγάκι καὶ θὰ φύγω αὐτόθ. || ᾌσμ. Κάτεργα, νὴ σπαράξετε, καράβιˬα, ἀκροσταθῆτε (νὴ=μὴ) Κορσ. Ἀκριˬοσταθῆτε, παλληκάριˬα, | καλὸν ἀφέντη νὰ τιμήσωμε αὐτόθ. Συνών. κοντοστέκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/