γιˬῶμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬῶμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬῶμα τό, ἴωμα Λεξ. Κίνδ γιˬῶμα Ἄνδρ. Ἀντίπαξ. Λέσβ. Μεγίστ. Παξ. - Λεξ. Δημητρ. γιˬῶμαν Κύπρ. ἄγιˬωμα Πάρ. - Λεξ. Δημητρ. ἄγιˬωμαν Κύπρ. ἀγίˬωμαν Κύπρ. ἀΐωμαν Κύπρ. ἀΐωμα Κύπρ. ἄιˬωμα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬώνω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. ἀγιˬώνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἴωσις, ἡ σκωρίασις χαλκῶν καὶ σιδηρῶν ἀντικειμένων (ἀγγείων, σκευῶν κ.τ.τ.) ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γάνιˬασμα, σκούριˬασμα. β) Συνεκδ., ἡ σκωρία ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Απὸ καιρὸ εἶναι ἀκαλάιστο τὸ ταψὶ κ’ ἔχει γιˬῶμα Λεξ. Δημητρ. Τὸ ἀγίωμάν του ἔν᾽ πολ-λὺν καὶ ᾽ὲν μπορῶ νὰ τὸ παστρέψω Κύπρ. Ἄφηκεν τὸ κουτάλιν μέσ’ ’ς τὸ φαῒν τσ᾿ ἐφκῆκαν τὰ γιˬώματά του (ἐβγῆκε ἡ σκουριˬὰ του) Κύπρ. (Αἰγιαλ.) Συνών. γανίλα, γιˬωμάδα, γιˬωμάρα, γιˬωματάδα, γιˬωμός, γιˬώσιμο, σκουριˬὰ. γ) Ὁ ἐκ τῆς σκωριάσεως ἰὸς Λεξ. Δημητρ.: Ἀρρώστησε ἀπὸ τὸ γιˬῶμα ποὺ εἶχε τὸ φαῒ μαγερεμένο μὲ ἀγάνωτο τέντζερε. 2) Μεταφ., κρυφὸν μῖσος, φθόνος. Ἀντίπαξ. Παξ. -Λεξ. Δημητρ.: Τὸ γιˬῶμα πού ’χει ἡ ψυχή του, τὸν ἀρρωστᾷ Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA