ἀκροφαίνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροφαίνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκροφαίνομαι Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. φαίνομαι.

Σημασιολογία

Ὀλίγον τι, μόλις φαίνομαι: ᾎσμ. Φύσησε βορεˬὰς | μαΐστρος τραμουdάνα κιˬ ἀdισήκωσε τὸ μισοφούστανό της κιˬ ἀκροφάνηκε ὁ ποδοστράγαλός της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/