ἀκρόχναρον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρόχναρον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ούδέτερο
Τυπολογία
ἀκρόχναρον τό, Κύπρ.-Λεξ. Λάουνδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀκρόχναρον. Ἰδ. Μεούρσ. ἐν λ.
Σημασιολογία
Τὸ ἄκρον τοῦ ποδὸς ἔνθ’ ἀν.: Φρ. ᾿Èν σὲ ρκάζομαι μηδὲ γιˬὰ τ’ ἀκρόχναρά μου! (δὲν σὲ χρειάζομαι κτλ Ἐπὶ ἐσχάτης περιφρονήσεως) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA