ἀκρωνύχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρωνύχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκρωνύχι τό, Ναύστ. ἀκριˬώνυχο Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀκράνυχο Κρήτ. ’κορκώνυχο Πάρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀκρώνυχον. Περὶ τῶν ἐκ παραλλήλου φερομένων καταλ. -ο -ι ἢ -ι -ο ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170 κἑξ. καὶ 179 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἄκρον τοῦ ὄνυχος μετὰ τοῦ ἄκρου τοῦ δακτύλου τοῦ ποδὸς ἢ τῆς χειρὸς Κρήτ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Μὲ τ’ ἀκριˬώνυχο πατῶ Λακων. || ᾌσμ. Νὰ λε͜ιώσουνε τὰ κρούσταλλα ἀπὸ τ’ ἀκριˬώνυχά μου Μάν. Ἥλιˬε, ἀνάτειλε, ἥλιˬε, λάμψε καὶ δῶσ’ μου γιˬὰ νὰ λε͜ιώσουνε χιˬόνιˬα ἀποὺ τὰ φτερά μου καὶ τὰ κρούσταλλα ἀποὺ τ’ ἀκράνυχά μου Κρήτ. Συνών. ἀκρωνυχίδα 1. Πβ. ἀκροδάχτυλο. 2)Τὸ ἄκρον σκέλους ἀγκύρας Ναύστ. Συνών. νύχι τῆς ἄγκυρας (ἰδ. νύχι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/