ἀκρωρόφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρωρόφι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκρωρόφι τό, Κωνπλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀκρώροφος.

Σημασιολογία

Τὸ ἄκρον τῆς στέγης: Εἶναι σκαρφαλωμένες οἱ βερβελοῦδες σὰ μαϊμοῦδες ’ς τ’ ἀκρωρόφια ἢ ’ς τοὶς καπνιˬὲς τῶν τζακιˬῶν (ἐκ παραδ.) Συνών. ἀκρόδωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/