ἀλᾴδωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλᾴδωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλᾴδωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀλᾴδουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. λᾳδωτὸς<λᾳδώνω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ περιαλειφθεὶς δι’ ἐλαίου κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Οἰν.): Μηχανὴ ἀλᾴδωτη. Τουφέκι ἀλᾴδωτο κοιν. Τὸ καμίσι μ’ ἀλᾴδωτον ἔν’ (τὸ ὑποκάμισόν μου εἶναι ἀλᾴδωτον, ἤτοι δὲν ἐρρυπάνθη δι’ ἐλαίου) Τραπ. 2)Ὁ ἐστερημένος ἐλαίου σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Οἰν.): Τὸ φαεῖ εἶναι ἀλᾴδωτο Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) κ.ἀ. Λάχανα ἀλᾴδουτα Στερελλ. (Εὐρυταν.) Ἀδὰ ’ς σὴ Σαρακοστὴν ἀλᾴδωτοι ἐπέμ’ναμε (κατὰ τὴν παροῦσαν Τεσσαρακοστὴν ἀλᾴδωτοι ἐμείναμεν, δηλαδὴ δὲν ἐφάγαμε λᾴδι) Τραπ. Ἀντίθ. λᾳδερός. β)Οὐσ., μοναχὸς μὴ τρώγων ποτὲ ἔλαιον Ἄθ. 3)Ὁ μὴ χρισθεὶς δι’ ἐλαίου τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος, ὁ ἀβάπτιστος, ἐπὶ Μουσουλμάνου ἢ Ἰσραηλίτου σύνηθ.: Φρ. Ἀλᾴδωτος κιˬ ἀνάλατος (ἐπὶ Ἰσραηλίτου) ἀγν. τόπ. Συνών. ἀβάφτιστος. β)Κακός, ἀγροῖκος, διεστραμμένος Ἤπ. Πελοπν. (Βασαρ. Λακων.) κ.ἀ.: Ὤ, τὸν ἀλᾴδωτο! Λάκων. 4) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου βρομοῦν οἱ πόδες ὡς δῆθεν μὴ χρισθέντος διὰ μύρου κατὰ τὴν βάπτισιν Πελοπν. (Λάκων.) Πβ. ἀλᾴδιˬαστος, ἄλᾳδος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA