ἀλάθευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάθευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλάθευτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ)-Λεξ. Λάουνδ. ἀλάθιφτους Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λαθευτὸς<λαθεύω.
Σημασιολογία
1)᾿Ενεργ. ὁ μὴ κάμνων λάθος, ὁ μὴ σφαλλόμενος σύνηθ.: Ποι͜ὸς ἄνθρουπους εἶνι ἀλάθιφτους! Αἰτωλ. β)Ὁ μὴ ἀποτυγχάνων τοῦ σκοποῦ σύνηθ.: ᾎσμ. Πὄχουν τὰ δαμασκιˬὰ σπαθιˬά, τ’ ἀλάθευτα ντουφέκιˬα Πελοπν. (Μεσσ.)-Ποίημ. Πάντα μὲ κοφτερὸ σπαθὶ κιˬ ἀλάθευτο κοντάρι νὰ τὸ γυρνᾶτε ἀνίκητο ’ς τὸν κόσμο τὸ φεγγάρι ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 12. 2)Ὁ μὴ ἁμαρτάνων, ὁ ἀναμάρτητος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 4: Φρ. Ἕνας Θεˬὸς ἀλάθιφτους (οὐδεὶς ἄνθρωπος ἀναμάρτητος, εἰμὴ μόνον ὁ Θεὸς) Ἀδριανούπ.-Ποίημ. Ἐσύ ’σαι ἀλάθευτη θεὰ κιˬ ἀνίκητη παρθένα, ἐσὺ καὶ δὲ γεννήθηκες ἀπὸ κοιλιˬὰ μητέρας ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 3)Παθ. ὁ μὴ περιέχων λάθη, ἀκριβὴς Ἤπ. Πόντ. (Τραπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.-ΓΜαρκορ. Μικρὰ ταξίδ. 141: Λουγαριˬασμὸς ἀλάθιφτους Ἤπ. Τοὺ ὄνειρον εἶνι ἀλάθιφτου (πραγματοποιεῖται ἀκριβῶς) Αἰτωλ. Ἀλάθευτο σημάδι ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀλάθωστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA