ἀλαΐτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαΐτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀλαΐτης ὁ, Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.) ἀλαΐτες Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.) ἀλαγίτες Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἀλαΐτας Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀλαγίτας Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. λαὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτης, καθὼς πόλις-πολίτης κττ., τὸ δὲ α προθετ.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, λαϊκός, πάντοτε κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸν ἱερωμένον ἔνθ’ ἀν.: ’Σ σὴ στράταν ἐπέντεσα ἕναν ποππᾶν κ’ ἕναν ἀλαΐτεν Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA