ἀλάλαγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλάλαγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλάλαγμα τό, ΚΠαλαμ Ἀσάλ. ζωὴ2 133 ἀλάλασμα ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 142.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀλάλαγμα. Τὸ ἀλάλασμα παρὰ τὸ ἀλαλάζω.

Σημασιολογία

Κραυγή: Ποίημ. Ξανάσανε κιˬ ἀλάλαξε καὶ σὰ βροντὴ ἂς ξαφνιˬάσῃ τῆς νίκης σου τ’ ἀλάλαγμα κάθε ψυχὴ ’ς τὴν πλάσι ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/