ἀλαλαγμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαλαγμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλαλαγμὸς ὁ, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)-ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 27 ἀλαγμὸς Πόντ. (Κερασ.) ἀλαλασμὸς Θήρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀναλαγμὸς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἀναλαμὸς Πελοπν. (Μάν.) ἀνελαγμὸς Θρᾴκ. (Καλαμ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀλαλαγμός. Εἰς τὸ ἀλαγμὸς ἐξέπεσεν ἡ συλλαβὴ λα κατ’ ἀνομ. Τὸ ἀλαλασμὸς παρὰ τὸ ἀλαλάζω. Τὸ ἀναλαγμὸς κατ’ ἀνομ. τραπέντος τοῦ λ εἰς ν.

Σημασιολογία

Θορυβώδης ταραχή, ὀχλοβοὴ ἔνθ’ ἀν.: Ἔγινε ἀλαλαγμὸς Λάκων. Φιλιππ. Ἔρθεν ἕναν ἀλαλαγμὸς (ἦλθεν, ἤτοι ἠκούσθη εἶς ἀλαλ.) Κερασ. || Φρ. Ἀλαλασμὸς Κυρίου! (ἐπὶ μεγάλης καὶ θορυβώδους ταραχῆς) Θήρ. || ᾌσμ. Καὶ γίνεται ἀλαλαγμός, βοὴ θεριˬακωμένη Κρήτ. Βάλαν οἱ Τοῦρκοι μιˬὰ φωνή, ἀλαλαγμὸ μεγάλο Πελοπν.-Ποίημ. Καὶ μὲ τὸν πρῶτο ἀλαλαγμὸ ποῦ σκόρπισε τὸ γένος πρῶτος τινάχθη μιˬὰ βραδει͜ὰ μ’ ἕνα καλὸ μπουρλόττο ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/