ἀλάλητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάλητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλάλητος ἐπίθ. Ἄνδρ. Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Μεσσ. Τρίκκ.) Χίος κ.ἀ.-(Νουμᾶς 129,3) ἀλάλετος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀλά’τους Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Μακεδ. Στερελλ. (Εὐρυταν. κ.ἀ.) ἀνάλατους Ἤπ. ἀλά’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλά’τους Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀλάλητος=ὁ μὴ λεγόμενος ἢ ὁ μὴ ἀκουόμενος, ἀνέκφραστος. Πβ. Κ.Δ (Παύλ. Ρωμ. 8,26) «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις». Ὁ τύπ. ἀνάλατους ἐκ τοῦ διαμέσου ἀμαρτ. ἀνάλητος κατ’ ἀνομ. γεννηθέντος, δι’ ὃ πβ. ἀλαλαγμός. Τὸ ἀλά’γους κατὰ τὰ εἰς -ιγος ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγόμενα.
Σημασιολογία
Α)Παθ. 1)Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ λαληθῇ, νὰ λεχθῇ, ἄρρητος, ἀνήκουστος Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.): Φρ. Φώναξι τ’ ἀλά’τα (ὕβρισεν σκαιῶς) Ἤπ. β)Ὁ μὴ ἀναγνωσθείς, ἐπὶ ἐπιστολῆς Μακεδ. 2)Ὁ μὴ κινούμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ μὴ προχωρῶν, ἐπὶ ζῴων ἀτιθάσων Κρήτ. Πβ. φρ. λαλῶ τὰ ζὰ (ἐλαύνω τὰ ζῷα) καὶ τὸ ζῷ δὲ λαλε͜ιέται (δὲν ὑπακούει εἰς τὰ κελεύσματα, δὲν προχωρεῖ). 3)Ὁ μὴ προσκεκλημένος, ἀπρόσκλητος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀλάλετος ’κὶ πάγω ’ς σὸ γάμον (ἀπρόσκλητος δὲν πηγαίνω εἰς τὸν γάμον) Κερασ. Ἀλάλετος ἐπῆε ’ς σὸ τιˬούν’ (τὸν γάμον) Ὄφ. || Παροιμ. Ἀλάλετον σκαμνὶν ’κ’ ἔ’ (ὁ ἀπρόσκλητος δὲν ἔχει κάθισμα. Ἐπὶ τῶν ἄνευ προσκλήσεως παρουσιαζομένων εἰς γάμους ἢ ἄλλας συναναστροφὰς καὶ διὰ τοῦτο μὴ τυγχανόντων περιποιήσεως) Τραπ. κ.ἀ. Συνών. ἀκάλεστος 2, ἄκραχτος 2, ἀπροσκάλεστος. Β)Ἐνεργ. 1)Ὁ μὴ λαλῶν, ἄφωνος, ἄναυδος Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κορινθ. Λακων. Λάστ κ.ἀ.): Φρ. Μώρ’ παλαι͜οάπλυτη, μώρ’ ἀλάλητη! (ὕβρις γυναικὸς πρὸς γυναῖκα) Κόρινθ. Ἀλά’τα ἀρνίθια, ποῦ θὰ βγῇς; (δὲν ἐλάλησαν ἀκόμη οἱ πετεινοί, ποῦ θὰ ἐξέλθῃς; ἤτοι μὴ ἐξέλθῃς τῆς οἰκίας προτοῦ φωνάξῃ ὁ πετεινός, διότι διατρέχεις κίνδυνον ἐκ μέρους τῶν ἐξωτικῶν) Θρᾴκ. Πβ. ἄκραχτα. 2)Ὁ μικρὸς τὴν ἡλικίαν, ἐπὶ νεοσσῶν, τῶν ὁποίων δὲν ἠκούσθη τὸ λάλημα, ἡ φωνὴ Ἄνδρ. Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Μεσσ. Τρίκκ.) Πόντ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χίος κ.ἀ.-(Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.): Τὰ πουλλιˬὰ εἶν’ ἀλάλητα ἀκόμη Ἄνδρ. Ἀλάλητο πετεινάρι Μεσσ. Ἀλάλητο πουλλὶ Καλάβρυτ. Κορινθ. Τρίκκ. κ.ἀ.: Ἕνα ζευγάρι πετεινοὺς ἀλάλητους (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.) || Φρ. Εἶνι π’λλὶ ἀλά’του ἀκόμα (ἐπὶ παιδίου μικροῦ στερουμένου γνώσεων) Ἤπ. || Γνωμ. Ἀλάλητο πουλλὶ δὲν τρώνε (διότι ἁμαρτάνει ὁ τρώγων νεοσσοὺς μὴ λαλήσαντας ἀκόμη) Πελοπν. Πρέπ’ νά ’νι τὰ κουττόπ’λλα λα’μένα, ἀλά’γα δὲν τρώουντι Αἰτωλ. || ᾎσμ. ᾿Οπίσ’, Χάρε μ’, ὀπίσ’ Χάρε μ’, ἐμένα μὴ κομπώνῃς, ἡ κύρ’ Ἐρή μ’ ἀλάλετος κιˬ ἀμίλετον πουλλόπον Πόντ. Ἀντίθ. λαλημένος (ἰδ. λαλῶ). β)Ὁ ἄπειρος τοῦ κόσμου ἕνεκα τῆς ἀώρου ἡλικίας Στερελλ. (Εὐρυταν.): Πιδὶ ἀλά’του. 3)Ὁ ἐν καταστάσει ἀναισθησίας ἐκ νόσου ἢ ὕπνου διατελῶν Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀγροίκητος Β2, ἀδιάνο͜ιωτος, ἀνανόητος, ἀνόητος, ἄνο͜ιωστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA