ἀλαλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλαλιˬὰ ἡ, ἀλαλία Πόντ. (Οἰν.) ἀλαλιˬὰ Ζάκ. Κεφαλλ. Κυκλ. (Θήρ. Σῦρ κ.ἀ.) Πελοπν. (Κορινθ. Σουδεν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.-ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 58.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀλαλία.
Σημασιολογία
1)Τελεία ἀφωνία, ἀπόλυτος σιγὴ Κυκλ. (Θήρ. Σῦρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κορινθ. Σουδεν. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Δὲν ὕπαρχε ἄθρωπος ’δῶ χάμω, ἀλαλιˬά! Σῦρ. || Φρ. Τὴν ἐρημιˬά μου καὶ τὴν ἀλαλιˬὰ μου νὰ σοῦ εἰπῶ! (τὴν ἀπομόνωσιν καὶ τὴν περὶ ἐμὲ βασιλεύουσαν ἀπόλυτον σιγὴν καὶ δὴ τὴν δυστυχίαν) Κορινθ. || ᾌσμ. Θὰ σὶ ρουτήσου, γέρου μου, θὰ σὶ πιρικαλέσου, τίνους εἶν’ τ’ ἀμπέλ’ ποῦ καθαρίζεις, τ’ ἀμπέλι ποῦ κλαδεύεις; -Τῆς ἰρημιˬᾶς, τῆς ἀλαλιˬᾶς, τοῦ γιˬοῦ μου τοῦ χαμένου (ὁ λέγων ἐννοεῖ ὅτι ἐκ τῆς ἀπωλείας τοῦ υἱοῦ του ἐπῆλθεν εἰς τὴν οἰκογένειαν σιγὴ καὶ ἐρήμωσις) Αἰτωλ. Τὸ τίνος εἶναι, γέροντα, τ’ ἀμπέλι ποῦ κλαδεύεις; -Τῆς ἐρημιˬᾶς, τῆς ἀλαλιˬᾶς, τοῦ γιˬοῦ μου τοῦ Γιˬαννάκι Σουδεν. β)Ζάλη, νάρκωσις Ζάκ. 2)Ἀνοησία, μωρία Κεφαλλ. κ.ἀ.: Ὅλα τὰ παθαίνει ἀπὸ τὴν ἀλαλιˬά του Κεφαλλ. Αὐτὸ ποῦ μᾶς λές εἶναι ἀλαλιˬὰ αὐτόθ. Ἡ πεταλούδα μὲ τὴν ἀλαλιˬά της τά ’χει καὶ θυμώνει ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA