ἀλαλιˬασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαλιˬασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλαλιˬασμὸς ὁ, ΕΛυκούδ. ἐν Ἡμερολ. Μ. Ἑλλάδ. (1923) 123.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀλαλιˬάζω.

Σημασιολογία

Κατάπληξις, ἔκστασις τοῦ νοῦ ἐξ ὑπερβολικοῦ τρόμου: Κιˬ αὐτὸ ποῦ τὸ ἔψηνε ὁ πυρετός . . . . ἐγύριζε τὰ μάτιˬα του σὲ ὅλους . . . μὲ ἕναν ἀλαλιˬασμὸ τρέλλας. Εἶχε ἀκούσει τὰ γραφτὰ τῆς μοίρας του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/