ἀλαλοζῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαλοζῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαλοζῶ ἀμάρτ. ἀλαλουζῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀναλουζῶ Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄλαλα καὶ τοῦ ρ. ζῶ.
Σημασιολογία
Διάγω τὸν βίον ἐν δυστυχίᾳ, κακοδαιμονῶ (διὰ τὴν σημ. πβ. ἄλαλος 3): Φρ. Ζῇ κιˬ ἀναλουζῇ. Συνών φρ. ζῇ καὶ ζένεται, ζῇ καὶ ζώνεται, ζῇ καὶ μαυροζῇ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA