ἀλαμαννε͜ιὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαμαννε͜ιὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλαμαννε͜ιὸ τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. Ἀλαμάννος.
Σημασιολογία
Θόρυβος, ταραχή: Μουρὲ εἶdα ἀλαμαννε͜ιὸ εἶν’ εὐτό! ὅλοι μιλεῖτε καὶ δὲν καταλαβαίνει κἀνεὶς εἶdα λέτε. Συνών. φασαρία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA