ἀλαμπάρδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαμπάρδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλαμπάρδα ἡ, ἀμάρτ. ἀλαμπόρδα Κεφαλλ. ἀλαbούρδα Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. alabarda=ἀρχαῖον δόρυ δύο μέτρων φέρον ἄνωθεν μακρὰν καὶ πλατεῖαν αἰχμὴν. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Γυνὴ δυσειδὴς (ἐλέγετο οὕτω κατ’ ἀρχὰς ἡ σκελετώδης καὶ ὑψηλοῦ ἀναστήματος γυνή, ἔπειτα δὲ κατήντησε νὰ λέγεται οὕτω καὶ ἡ δύσμορφος) ἔνθ’ ἀν.: Αἴνιγμ. Ἀλαbούρδα μὶ τὰ σκέλη, | μὶ τὰ μακρεˬὰ bλιγμένου, μὶ τοὺ σκουρδουστούbανου | χτυπᾷ τοὺ μαλλιˬαρό σου (ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς) Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA