ἀλαμπασάνικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαμπασάνικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλαμπασάνικος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλαμπασά’κους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων μέγαν ὄγκον, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων: Αὐτὸς εἶν’ ἀλαμπασά’κους. Λόντζα ἀλαμπασά’κη (στοὰ οἰκίας, τῆς ὁποίας ἡ στέγη δὲν εἶναι προέκτασις τῆς στέγης τῆς οἰκίας, ἀλλ’ αὐτοτελὴς καὶ συνεχομένη μετ’ αὐτῆς, ἕνεκα δὲ τούτου μεγαλυτέρα κατὰ τὰς διαστάσεις τῆς σχηματιζομένης διὰ προεκτάσεως τῆς στέγης).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA