αὐλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αὐλίζω (ΙΙ). Νάξ. (Ἀπύρανθ.) αὐλίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ’βλίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. αὐλῶ.
Σημασιολογία
1)Παίζω τὸν αὐλόν, αὐλῶ Καλαβρ. (Μπόβ.) 2)Ὑλακτῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐδιˬάηκα νὰ περάσω καὶ μὲ αὐλίσανε οἱ σκύλλοι. Οἱ σκύλλοι τσῆ ’ειτονιˬᾶς ἐαυλίζαν ὅλη νύχτ’ ἀπόψε. || Παροιμ. ’Σ τὸ χωριˬὸ ποῦ δὲν αὐλίζουν οἱ σκύλλοι πορπατοῦν οἱ ἀθρώποι χωρὶς ραβδιˬὰ. Τὸ σκυλλάκι ἐκεῖ ποῦ τρώ’ ἐκεῖ αὐλίζει. Συνών. ἀλυχτένω, ἀλυχτομανῶ, ἀλυχτουρῶ 1, ἀλυχτῶ Α1, βαβουρίζω, βάζω, γαβγίζω, ὑλάζω. 3)Ἐρίζω μετά τινος, σφοδρῶς ἐπιπλήττω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὅλη μέρα τὸνε αὐλίζει. Θ’ ἀρχέψῃ πάλι ν’ αὐλίζῃ καὶ δὲ bορῶ νὰ τσ’ ἀκούω. Συνών. μαλώνω. Πβ. αὐλοκοπῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA