ἁλάρμη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλάρμη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁλάρμη ἡ, ἁλάλμη Κύπρ. ἁλάρμη Θήρ. Κάλυμν. Κάρπ. Κύπρ. Κῶς Σίφν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἅλας καὶ ἅρμη. Λόγος τῆς συνθέσεως εἶναι ἡ μεγαλυτέρα σαφήνεια τῆς ἐπισκοτισθείσης πως σημ. τοῦ ἀρχ. ἅλμη. Ἰδ. ΝΔεκαβάλλ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 93. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ ἁλατάρμη.

Σημασιολογία

Ὕδωρ περιέχον ἅλας, ἅλμη ἔνθ’ ἀν.: Βάζω ἐλα͜ιὲς ’ς τὴν ἁλάρμη Σίφν. Κάμε νάκ-κον ἁλάρμην νὰ βάλουμεν ’ς τὰ χαλ-λούμιˬα, γιˬατὶ ’εν-νὰ μᾶς χαλάσουσιν (κάμε ὀλίγην ἅλμην νὰ βάλωμεν εἰς τὰ τυριὰ κτλ.) Κύπρ. Συνών. ἁλατάρμη, ἅρμη, νεράρμη, σαλαμούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/