ἀλάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλάρω πολλαχ. ’λάρω Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἰταλ. alare=ρυμουλκῶ, σύρω πλοῖον.
Σημασιολογία
1)Ὡς ναυτικὸς ὅρ. ἕλκω, σύρω τι, οἷον κάλων, λέμβον διὰ σχοινίου κττ. πολλαχ. 2) Κωπηλατῶ Πόντ. (Οἰν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA