ἀρρεγουλάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρεγουλάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρεγουλάριστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀρρεουλάριστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρεγουλαριστὸς<ρεγουλάρω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κεκανονισμένος, ὁ μὴ τακτοποιημένος: Ἀρρεγουλάριστο ρολόι πολλαχ. Ἀρρεουλάριστη τὴν ἔχεις τὴν ᾿ούλα καἱ γιˬ’ αὐτὸ ὅλο ξουμάρισι σὲ βαστᾷ (ἀκανόνιστον ἔχεις τὸν λαιμόν, δηλ τρώγεις ὅ,τι τύχῃ, καὶ διὰ τοῦτο σὲ βαστᾷ εὐκοιλιότης) Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA