ἅλας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅλας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅλας τό, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἅλα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) χάλα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἃς Καππ. (Φάρασ.) ἅβας Α.Ρουμελ. (Καρ.) Πληθ. ὀνομαστ. ἅλαα Ἤπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἅλας. Ὡς γενικ. τοῦ ὀν. χρησιμοποιεῖται συνήθως ἡ τοῦ συνων. ἁλάτι.
Σημασιολογία
1)Τὸ μαγειρικὸν ἅλας, διὰ τοῦ ὁποίου ἁλατίζομεν τὰς τροφὰς ἐν γένει καὶ ταριχεύομεν τὰ ἁλίπαστα κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἅλας Βλάχικο (τὸ ἐκ Ρουμανίας εἰσαγόμενον ὀρυκτὸν ἅλας) Κωνπλ. Ἔ’ ἅλας τοὺ φαεῖ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τοὺ φαεῖ εἶνι λύσσα ’ποὺ τ’ ἅλας αὐτόθ. Τὸ κριγιˬὰς τὸ παστώνομε μὲ τὸ ἅλας Τῆν. Ἅμα σὶ πουνῇ τοὺ κιφάλ’ σ’, τρία κ’κκιˬὰ ἅλας νὰ ρίξ’ς ’ζ dὴ φουτιˬά, θὰ πατλαdίσουν κὶ θὰ πιράσ’ τοὺ κιφάλ’ (θὰ πατλαdίσουν=θὰ διαρραγοῦν) Θρᾴκ. (Κομοτ.) || Φρ. Τ’ ἅλας ἔδακεν τὸ φαεῖν (τὸ ἅλας ἐδάγκωσε τὸ φαγητόν, ἤτοι ἐρρίφθη εἰς αὐτὸ ποσότης ἅλατος περισσοτέρα τοῦ δέοντος καὶ διὰ τοῦτο ἔγινεν ἁλμυρὸν) Τραπ. Οὔτε ἅλας δὲ δίνει (ἐπὶ τοῦ λίαν φιλαργύρου. Πβ. ἀρχ. Ὁμ. ρ 455 «οὐ σύ γ’ ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης». Συνών. φρ. δὲ δίνει τ’ ἀγγέλου του νερό, δι’ ἣν ἰδ. ἄγγελος 2) Ἤπ. Ἔγιναν ἅλας καὶ νερὸ (ἐξηφανίσθησαν, ὡς δηλ. διαλυόμενον εἰς τὸ ὕδωρ ἐξαφανίζεται τὸ ἅλας) Θρᾴκ. Νιρὸ κιˬ ἅλας νά γέ’! (ἀρὰ) Μακεδ. Ὡς λε͜ιώνει τ’ ἅλας νὰ λύσουν οἱ κατάρες μου! (λέγεται ὑπὸ γυναικῶν, αἵτινες, ἵν’ ἀνακαλέσουν ἀράς ἐμβάλλουν τρὶς ἅλας εἰς τὴν κανδήλαν τοῦ εἰκονοστασίου τῆς οἰκίας. Ἡ διάλυσις ἅλατος εἰς ὕδωρ θεωρεῖται ὡς συμβολικὴ πρᾶξις πρὸς ἀποτροπὴν κακοῦ, κατὰ παρανόησιν δὲ ταύτης ἔπλασεν ὁ λαὸς ἐτυμολογικὴν ἐξίσωσιν. Πβ. ΝΠολίτ. ἐν Λαογρ. 2 <1910> 168 κἑξ.) Σύμ. Ἅλας καὶ νερὸν νὰ γίνταν τὰ κατάρας-ι-μ’! (νὰ γίνουν αἱ κατάραι μου! Λέγεται ὑπὸ μητέρων μεταμελομένων διὰ τὰς ἀράς, τὰς ὁποίας ἐν τῇ παραφορᾷ τοῦ θυμοῦ εἶπαν κατὰ τῶν τέκνων των) Κερασ. || Παροιμ. Σὶ ξένου φαεῖ ἅλας μὴ ρίχντς (πρὸς τὸν ἀναμειγνυόμενον εἰς ξένας ὑποθέσεις) Μακεδ. (Σιάτ.) Τ’ ἐμὸν τὸ ψωμὶν ἅλας ’κ’ ἔ’ (λέγεται ὑπὸ τοῦ μισουμένου ὑπὸ τῶν φίλων του) Ἀμισ. Φάγαμι μαζὶ ψουμὶ τσαὶ ἅλας (καὶ ἂν συνέβησαν γεγονότα δυνάμενα νὰ διαλύσουν τὴν φιλίαν, ἐν τούτοις ἰσχυροὶ εἰσέτι παραμένουν οἱ φιλικοὶ δεσμοί. Ἡ κοινωνία τῆς τραπέζης δηλοῦται διὰ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ἅλατος. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,436) Λέσβ. Ἅλας κὶ ψουμὶ φάγαμ’ (ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἴμεθα φίλοι) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Δὲ φοβᾶται ὁ παστρουμᾶς τ’ ἅλας (ὅτι ὁ ταλαιπωρηθεὶς ἐν τῷ βίῳ του εἶναι προπαρεσκευασμένος νὰ ὑποστῇ οἱαδήποτε νέα παθήματα. παστρουμᾶς καὶ παστουρμᾶς=ἁλίπαστον κρέας) Ἤπ. 2)Μεταφ. ἡδύτης, χάρις, ἐπὶ λόγων Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ.: Ἅλας ’κ’ ἔχουν τὰ λόγιˬα τ’ (ἅλας δὲν ἔχουν οἱ λόγοι του. Πβ. διὰ τὴν ταὐτότητα τῶν σημ. τὸ ἀρχ. ἅλμη ἐν τοῖς Παροιμιογρ. 1,351 «ἅλμη οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς» καὶ Εὐστάθ. εἰς ᾿Οδ. τ 1859,55 «ἅλμην ἔχειν λέγεται ὁ ἡδὺς ἄνθρωπος») Κερασ. || Φρ. Ὀλίγον ἅλας τάραξον! (ἀνάμειξον ἐνν. εἰς τὴν φωνήν. Πρὸς τὸν ἀηδῶς καὶ ἀμούσως ᾄδοντα) αὐτόθ. Συνών. νοστιμάδα. 3)Ὑπὸ τὸν τύπ. ἅλας τῆς Ἀγγλιτέρας ὅρ. φαρμακευτικός, ἡ θειικὴ μαγνησία (magnesia sulphurica), κόνις χονδρὴ κρυσταλλικὴ ὑπὸ μορφὴν τοῦ κοινοῦ μαγειρικοῦ ἅλατος, ἡ ὁποία διαλυομένη εἰς ὕδωρ συνήθως θερμὸν πίνεται ὡς καθαρτικὸν τῶν ἐντέρων σύνηθ. Πβ. ἁλάτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA