ἀλάκιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάκιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλάκιστος ἐπίθ. Πόντ. ἀλάκιγος Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λακιστὸς<λακίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὁδηγηθεὶς εἰς περίπατον: Ἔντον ἕναν μῆναν τὸ μωρὸν ἀλάκιγον ἔν’ (ἔγινεν εἷς μὴν κτλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA