ἀλάτη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάτη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλάτη ἡ, Ἤπ. Κύπρ. κ.ἀ. ἐλάτη Κάρπ. κ.ἀ. γαλάτη Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. ala ἐπεκταθὲν ἐκ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὸ ἐπίθ. alato, πληθ. alati= πτερωτός.
Σημασιολογία
Πτέρυξ πτηνοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἐμὲν ἀρέσκει μου ὀφτὴ ἡ γαλάτη τοῦ περτιτιˬοῦ Κύπρ. || ᾌσμ. Ἐμὲ τὸ φίδι μ’ ἔφαγε, ὀχιˬὰ μὲ πέντ’ ἀλᾶτες, μ’ ἀρνήθηκε ἡ ἀγάπη μου, μοῦ γύρισε τὲς πλάτες Ἤπ. Χρουσὸς ἀτὸς ἐγίνηκεν ’ς τοὺς οὐρανοὺς τ’ ἐξέην τ’ ἄνοιξεν τὲς ἀλᾶτες του ταὶ τὸν Θεὸν δοξάζει Κύπρ. Φάε τ’ ἐσοὺ καλὸν πουλλὶν ’ποὺ παντρεμένου πλάτην νὰ κάμῃς πῆχυν τὸ φτερὸν ταὶ πῆχυν τὴν ἀλάτην αὐτόθ. Κατ’ ἄλλην παραλλαγὴν αὐτόθ. ὁ β΄ στ. νὰ κάμῃς πῆχυν τὸ φτερὸν καὶ πιθαμὴν γαλάτην Συνών. φτερούγα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA