ἀκρωνυχίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρωνυχίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκρωνυχίδα ἡ, ἀμάρτ. ’κορωνυχίδα Πελοπν. (Γύθ. Μάν.) ’γερανυχίδα Πελοπν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκρωνύχι. Ὁ τύπ. ’γερανυχίδα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ’γρανυχίδα. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ κ εἰς γ πβ. τὰ ὅμοια ἀκρολαλῶ-’γρολαλῶ, ἀκροπατῶ-’γροπατῶ, ἀκρωτήρι-’γρωτήρι, ἀκροχωραφῖνα-ἀγριˬοχωραφῖνα.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἄκρον τοῦ ὄνυχος ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἄκρου τοῦ δακτύλου τῆς χειρὸς ἢ τοῦ ποδὸς Πελοπν.: ᾎσμ. Ἔν’ τα καὶ τὰ δαχτύλιˬα μου μὲ τοὶς ’γερανυχίδες (ἰδοὺ καὶ τὰ δάκτυλα κτλ.) Συνών. ἀκρωνύχι 1. 2)Τὸ παρὰ τὴν ρίζαν τοῦ ὄνυχος σκληρὸν καὶ ὀνυχοειδὲς ἔκφυμα, παρωνυχὶς Πελοπν. (Μάν.) Συνών. παρανυχίδα. 3)Μικρὸν καὶ σκληρὸν ἔκφυμα γεννώμενον εἰς τὴν χεῖρα ἢ τὸν πόδα Πελοπν. (Γύθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/